μονολογικός

μονολογικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρετραι στον μονόλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. μονόλογος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Χρ. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”